Ομόφωνα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ομόφωνα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samhljóða, einróma, samhljóða samþykki, með samhljóða samþykki
Ομόφωνα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομόφωνα

ομόφωνα english, ομόφωνα συνώνυμο, ομόφωνα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ομόφωνα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ομόνοια στα ισλανδικά - CONCORD, samlyndi
  • ομότιμος στα ισλανδικά - jafningi, peer, jafningja, pörum
  • ομόφωνος στα ισλανδικά - einróma, samhljóða, á einu máli, einu máli, samdóma
  • ονειδίζω στα ισλανδικά - twit
Τυχαίες λέξεις
Ομόφωνα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samhljóða, einróma, samhljóða samþykki, með samhljóða samþykki