Ομόφωνα στα πολωνικά
Μετάφραση: ομόφωνα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jednomyślnie, jednogłośnie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομόφωνα
ομόφωνα english, ομόφωνα συνώνυμο, ομόφωνα λεξικό γλώσσας πολωνικά, ομόφωνα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ομόνοια στα πολωνικά - zgoda, wspólnota, więź, jedność, współdźwięczność, współbrzmienie, ugoda, ...
- ομότιμος στα πολωνικά - para, równorzędność, wygląd, papuga, równoprawność, patrzenie, wyzierać, ...
- ομόφωνος στα πολωνικά - zgodny, jednomyślny, jednogłośny, jednomyślni, jednomyślne, jednogłośnie
- ονειδίζω στα πολωνικά - ganić, lżyć, kląć, dureń, wymawiać, twit, wyśmiać, ...
Τυχαίες λέξεις
Ομόφωνα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: jednomyślnie, jednogłośnie
Μεταφράσεις: jednomyślnie, jednogłośnie