Πινέλο στα ισλανδικά

Μετάφραση: πινέλο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bursta, bursti, pensill
Πινέλο στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πινέλο

πινέλο ξυρισματος omega, πινέλο ρουζ, πινέλο πούδρας, πινέλο ξυρίσματος ασβού, πινέλο για make up, πινέλο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πινέλο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πιλοτάρω στα ισλανδικά - flugmaður, navigate, sigla, vafra, fletta, fara
  • πιλότος στα ισλανδικά - flugmaður, flugmaðurinn, tilraunaverkefni, flugmanns
  • πινακοθήκη στα ισλανδικά - gallerí, Gallery, Myndasafnið, skoða gallerí, Myndasafn
  • πινελιά στα ισλανδικά - snerta, snertir, að snerta, snertingu, snerti
Τυχαίες λέξεις
Πινέλο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bursta, bursti, pensill