Ακατοίκητος στα ιταλικά
Μετάφραση: ακατοίκητος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disabitato, inabitabile, inabitabili, invivibile, inagibili, uninhabitable
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακατοίκητος
ακατοίκητος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ακατοίκητος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ακατέργαστος στα ιταλικά - grezzo, primitivo, crudo, prima, greggio, prime
- ακαταστασία στα ιταλικά - disordine, confusione, soqquadro, scompiglio, untidiness, il disordine, sciatteria, ...
- ακεραιότητα στα ιταλικά - integrità, dirittura, l'integrità, dell'integrità, integrità dei, all'integrità
- ακλόνητος στα ιταλικά - incrollabile, costante, fermo, irremovibile, unshaken, inconcussa, salda
Τυχαίες λέξεις
Ακατοίκητος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: disabitato, inabitabile, inabitabili, invivibile, inagibili, uninhabitable
Μεταφράσεις: disabitato, inabitabile, inabitabili, invivibile, inagibili, uninhabitable