Ακατοίκητος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακατοίκητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbewoonbaar, onbewoonbare, uninhabitable, onbewoonbaar is, onleefbaar
Ακατοίκητος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακατοίκητος

ακατοίκητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακατοίκητος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακατέργαστος στα ολλανδικά - lomp, grof, cru, onbehouwen, rauw, onbewerkt, bot, ...
  • ακαταστασία στα ολλανδικά - brij, wanorde, moes, rommel, janboel, war, verwarring, ...
  • ακεραιότητα στα ολλανδικά - eendracht, samenhang, eenheid, integriteit, de integriteit, integriteit van, de integriteit van, ...
  • ακλόνητος στα ολλανδικά - standvastig, onwankelbaar, ongeschokt, onwrikbaar, onwankelbare, unshaken
Τυχαίες λέξεις
Ακατοίκητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbewoonbaar, onbewoonbare, uninhabitable, onbewoonbaar is, onleefbaar