Διαθήκη στα ιταλικά
Μετάφραση: διαθήκη, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volere, testamento, arbitrio, volontà, sarà, saranno, farà, verrà
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαθήκη
διαθήκη σε συμβολαιογράφο, διαθήκη υπόδειγμα, διαθήκη μπουλά, διαθήκη αλέξανδρου κατσαντώνη, διαθήκη ζωής, διαθήκη λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαθήκη στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διαζύγιο στα ιταλικά - divorzio, il divorzio, di divorzio, divorziare, divorzi
- διαθέσιμος στα ιταλικά - disponibile, disponibili, disposizione, a disposizione, libero
- διαθλώ στα ιταλικά - rifrangere, diffrangere, diffract
- διαιρώ στα ιταλικά - spartire, dividere, divario, divide, divisione, spartiacque
Τυχαίες λέξεις
Διαθήκη στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: volere, testamento, arbitrio, volontà, sarà, saranno, farà, verrà
Μεταφράσεις: volere, testamento, arbitrio, volontà, sarà, saranno, farà, verrà