Διαθήκη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαθήκη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
testamento, querer, vontade, vai, será, irá, vão
Διαθήκη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαθήκη

διαθήκη σε συμβολαιογράφο, διαθήκη υπόδειγμα, διαθήκη μπουλά, διαθήκη αλέξανδρου κατσαντώνη, διαθήκη ζωής, διαθήκη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαθήκη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαζύγιο στα πορτογαλικά - divorciar, divórcio, divisão, o divórcio, de divórcio, do divórcio
  • διαθέσιμος στα πορτογαλικά - disponível, disponíveis, disposição, acessível
  • διαθλώ στα πορτογαλικά - difratar, diffract, difractam, difratam, difractar
  • διαιρώ στα πορτογαλικά - partir, divida, rachar, dividir, quebrar, desmembrar, fender, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαθήκη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: testamento, querer, vontade, vai, será, irá, vão