Διακριτικότητα στα ιταλικά
Μετάφραση: διακριτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
discrezione, potere discrezionale, discrezionalità, discrezionale
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακριτικότητα
διακριτικότητα συνώνυμο, διακριτικότητα στα αγγλικα, διακριτικότητα αγγλικα, διακριτικότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, διακριτικότητα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διακριτικό στα ιταλικά - distintivo, distintiva, caratteristico, caratteristica, carattere distintivo
- διακριτικός στα ιταλικά - discreto, guardingo, distintivo, distintiva, caratteristico, caratteristica, carattere distintivo
- διακυβεύω στα ιταλικά - compromesso, pericolo, rischio, azzardo, ventura, sbaraglio, repentaglio, ...
- διακυμαίνομαι στα ιταλικά - gamma, fila, portata, area, oscillare, fluttuare, variare, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: discrezione, potere discrezionale, discrezionalità, discrezionale
Μεταφράσεις: discrezione, potere discrezionale, discrezionalità, discrezionale