Ετήσιος στα ιταλικά

Μετάφραση: ετήσιος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annuo, annuale, annua, annuali, annuale di
Ετήσιος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ετήσιος

ετήσιος πληθωρισμός 2011, ετήσιος χρόνος απασχόλησης τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, ετήσιος πληθωρισμός 2013, ετήσιος προγραμματισμός νηπιαγωγείου, ετήσιος πληθωρισμός 2012, ετήσιος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ετήσιος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εσώρουχα στα ιταλικά - biancheria intima, intima, maglieria intima, intimo, della biancheria intima
  • ετήσια στα ιταλικά - annualmente, annuo, annuale, annua, anno
  • εταίρα στα ιταλικά - puttana, prostituta, cortigiana, courtesan, cortigiane, cortigiano, cortigiana di
  • εταιρία στα ιταλικά - costante, irremovibile, fermo, compagnia, comitiva, azienda, impresa, ...
Τυχαίες λέξεις
Ετήσιος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: annuo, annuale, annua, annuali, annuale di