Ετήσιος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ετήσιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anual, anuário, anuais, anual de, anualmente, homóloga
Ετήσιος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ετήσιος

ετήσιος πληθωρισμός 2011, ετήσιος χρόνος απασχόλησης τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, ετήσιος πληθωρισμός 2013, ετήσιος προγραμματισμός νηπιαγωγείου, ετήσιος πληθωρισμός 2012, ετήσιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ετήσιος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εσώρουχα στα πορτογαλικά - roupa interior, roupa íntima, cueca, roupas íntimas, cuecas
  • ετήσια στα πορτογαλικά - ano, anual, anualmente, anuais, por ano
  • εταίρα στα πορτογαλικά - prostituta, cortesã, courtesan, cortesão, cortesãs
  • εταιρία στα πορτογαλικά - firmar, firme, consistente, companhia, rijo, firma, forte, ...
Τυχαίες λέξεις
Ετήσιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: anual, anuário, anuais, anual de, anualmente, homóloga