Εφορμώ στα ιταλικά
Μετάφραση: εφορμώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attacco, picchiata, piombare, sol, swoop, colpo solo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφορμώ
εφορμώ τι σημαίνει, εφορμώ συνώνυμο, αφορώ συνώνυμα, εφορμώ λεξικο, εφορμώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, εφορμώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εφικτός στα ιταλικά - fattibile, possibile, eventuale, realizzabile, praticabile, fattibili
- εφοδιάζω στα ιταλικά - fornire, all'approvvigionamento, all'approvvigionamento di, victual
- εχέγγυο στα ιταλικά - cauzione, garantire, pegno, garanzia, assicurare, impegnare, impegno, ...
- εχέγγυος στα ιταλικά - fidato, sicuro, solvente, solvibile, affidabile, pegno, impegno, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφορμώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: attacco, picchiata, piombare, sol, swoop, colpo solo
Μεταφράσεις: attacco, picchiata, piombare, sol, swoop, colpo solo