Εφορμώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: εφορμώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smigimas, mestis, pikiruoti, pulti žemyn, Dosiadanie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφορμώ
εφορμώ τι σημαίνει, εφορμώ συνώνυμο, αφορώ συνώνυμα, εφορμώ λεξικο, εφορμώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εφορμώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εφικτός στα λιθουανικά - įmanomas, galimas, įvykdomas, įmanoma
- εφοδιάζω στα λιθουανικά - maitintis, maitinti, produktus gabenančiuose, aprūpinimui, apsirūpinti maisto produktais
- εχέγγυο στα λιθουανικά - garantija, įsipareigojimas, pažadas, laidas, įkeisti, įkeitimas
- εχέγγυος στα λιθουανικά - tirpiklis, įsipareigojimas, pažadas, laidas, įkeisti, įkeitimas
Τυχαίες λέξεις
Εφορμώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: smigimas, mestis, pikiruoti, pulti žemyn, Dosiadanie
Μεταφράσεις: smigimas, mestis, pikiruoti, pulti žemyn, Dosiadanie