Μπέικον στα ιταλικά

Μετάφραση: μπέικον, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lardo, pancetta, bacon, pancetta affumicata, speck
Μπέικον στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπέικον

μπέικον με δαμάσκηνα, μπέικον ιδιότητες, μπέικον wiki, μπέικον συνταγές, μπέικον γαλοπούλασ, μπέικον λεξικό γλώσσας ιταλικά, μπέικον στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μπάνιο στα ιταλικά - bagnarola, vasca, bagno, nuoto, piscina, nuotare, il nuoto, ...
  • μπάρα στα ιταλικά - barriera, blocco, sbarra, bar, barra, barra di, bar a, ...
  • μπέρδεμα στα ιταλικά - complicazione, confusione, la confusione, confusioni, di confusione
  • μπέρτα στα ιταλικά - capo, mantello, promontorio, mantella, bertha, di bertha, Berta
Τυχαίες λέξεις
Μπέικον στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lardo, pancetta, bacon, pancetta affumicata, speck