Μπέικον στα ολλανδικά
Μετάφραση: μπέικον, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spek, bacon
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπέικον
μπέικον με δαμάσκηνα, μπέικον ιδιότητες, μπέικον wiki, μπέικον συνταγές, μπέικον γαλοπούλασ, μπέικον λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπέικον στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μπάνιο στα ολλανδικά - badkuip, badkamer, bad, zwemmen, zwembad, het zwemmen, swimming, ...
- μπάρα στα ολλανδικά - hek, afsluiting, slagboom, heining, versperring, barrière, bar, ...
- μπέρδεμα στα ολλανδικά - verwarring, verwardheid, verwarring te, verwarringsgevaar
- μπέρτα στα ολλανδικά - kaaps, kaap, Bertha, van Bertha, kraagkant
Τυχαίες λέξεις
Μπέικον στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spek, bacon
Μεταφράσεις: spek, bacon