Ξιφασκία στα ιταλικά
Μετάφραση: ξιφασκία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scherma, recinzione, Tipo recintato, recinzioni, di scherma
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξιφασκία
ξιφασκία θεσσαλονίκη, ξιφασκία αεκ, ξιφασκία κύπρος, ξιφασκία πάτρα, ξιφασκία αθήνα, ξιφασκία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ξιφασκία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ξινός στα ιταλικά - acido, acerbo, aspro, agro, Sour, acida
- ξιπασμένος στα ιταλικά - sterile, vanitoso, inutile, vano, pretenzioso, pretenziosa, pretenziosi, ...
- ξιφολόγχη στα ιταλικά - baionetta, a baionetta, della baionetta, bayonet
- ξοδεύω στα ιταλικά - trascorrere, spendere, passare, trascorrere le, trascorrere il
Τυχαίες λέξεις
Ξιφασκία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scherma, recinzione, Tipo recintato, recinzioni, di scherma
Μεταφράσεις: scherma, recinzione, Tipo recintato, recinzioni, di scherma