Ξιφασκία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξιφασκία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schermen, hekwerk, het schermen, omheining, omheiningen
Ξιφασκία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξιφασκία

ξιφασκία θεσσαλονίκη, ξιφασκία αεκ, ξιφασκία κύπρος, ξιφασκία πάτρα, ξιφασκία αθήνα, ξιφασκία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξιφασκία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξινός στα ολλανδικά - zuurheid, gemelijk, doordringend, bars, scherp, nurks, guur, ...
  • ξιπασμένος στα ολλανδικά - opzichtig, ostentatief, nutteloos, vergeefs, vruchteloos, ijdel, nietig, ...
  • ξιφολόγχη στα ολλανδικά - bajonet, bajonetsluiting, bajonet-, bayonet, bajonetaansluiting
  • ξοδεύω στα ολλανδικά - spenderen, aanreiken, doorbrengen, besteden, aangeven, brengen, te brengen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξιφασκία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schermen, hekwerk, het schermen, omheining, omheiningen