Ξιφασκία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ξιφασκία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esgrima, cercas, Tipo de cerca, vedação, de esgrima
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξιφασκία
ξιφασκία θεσσαλονίκη, ξιφασκία αεκ, ξιφασκία κύπρος, ξιφασκία πάτρα, ξιφασκία αθήνα, ξιφασκία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ξιφασκία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ξινός στα πορτογαλικά - arisco, ácido, azedo, acidez, brusco, Sour, amargo, ...
- ξιπασμένος στα πορτογαλικά - vão, vaidoso, inútil, fútil, frívolo, aspirador, estéril, ...
- ξιφολόγχη στα πορτογαλικά - baioneta, de baioneta, tipo baioneta, da baioneta, bayonet
- ξοδεύω στα πορτογαλικά - gastar, período, passar, gastam, passam, gasta
Τυχαίες λέξεις
Ξιφασκία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esgrima, cercas, Tipo de cerca, vedação, de esgrima
Μεταφράσεις: esgrima, cercas, Tipo de cerca, vedação, de esgrima