Παραπέμπω στα ιταλικά
Μετάφραση: παραπέμπω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riferirsi, deferire, sottoporre, fare riferimento, riferire
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραπέμπω
παραπέμπω στις ελληνικές καλένδες, παραπέμπω κλιση, παραπέμπω αγγλικά, παραπέμπω αόριστος, παραπέμπω συνώνυμο, παραπέμπω λεξικό γλώσσας ιταλικά, παραπέμπω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- παρανυχίδα στα ιταλικά - fellone, criminale, felon, delinquente, malfattore
- παραξενιά στα ιταλικά - rarità, bizzarria, stranezza, stranezze, weirdness, carattere soprannaturale
- παραπέρα στα ιταλικά - promuovere, ulteriormente, ulteriore, oltre, ulteriori, maggiori
- παραπαίω στα ιταλικά - vacillare, totter, traballare, barcollare, il totter
Τυχαίες λέξεις
Παραπέμπω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: riferirsi, deferire, sottoporre, fare riferimento, riferire
Μεταφράσεις: riferirsi, deferire, sottoporre, fare riferimento, riferire