Ποσότητα στα ιταλικά
Μετάφραση: ποσότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quantità, volume, quantitativo, la quantità, quantità di, quantitativi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ποσότητα
ποσότητα γάλακτος για νεογέννητο, ποσότητα μητρικού γάλακτος, ποσότητα αμνιακού υγρού, ποσότητα τροφής για κουτάβια, ποσότητα αίματος στον άνθρωπο, ποσότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, ποσότητα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ποσό στα ιταλικά - importo, somma, quantità, ammontare, dell'importo
- ποσόν στα ιταλικά - quantità, somma, importo, ammontare, dell'importo
- ποτάμι στα ιταλικά - fiume, fluviale, del fiume, river, fiume di
- ποτέ στα ιταλικά - mai, ognora, sempre, giammai, non
Τυχαίες λέξεις
Ποσότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: quantità, volume, quantitativo, la quantità, quantità di, quantitativi
Μεταφράσεις: quantità, volume, quantitativo, la quantità, quantità di, quantitativi