Τερετίζω στα ιταλικά
Μετάφραση: τερετίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cinguettare, cinguettio, chirrup, frinire
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τερετίζω
τερετίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, τερετίζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- τεράστιος στα ιταλικά - colossale, esteso, vasto, compatto, gigantesco, immenso, massiccio, ...
- τερατώδης στα ιταλικά - grottesco, mostruoso, mostruosa, mostruosi, mostruose, di mostruoso
- τερμίτης στα ιταλικά - termite, termiti, della termite, di termiti, di termite
- τερματισμός στα ιταλικά - cessare, rifinitura, conclusione, finire, fine, cessazione, terminazione, ...
Τυχαίες λέξεις
Τερετίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: cinguettare, cinguettio, chirrup, frinire
Μεταφράσεις: cinguettare, cinguettio, chirrup, frinire