Τερετίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: τερετίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čiulbėti, Skwir, Strzegotać, Tyrlikać, Skwierk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τερετίζω
τερετίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τερετίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τεράστιος στα λιθουανικά - didžiulis, didžiulė, didelis, didelė, milžiniškas
- τερατώδης στα λιθουανικά - išsigimęs, siaubingą, monstriškas, siaubingas, žvėriškas
- τερμίτης στα λιθουανικά - termitas, termite, Termas, termitų
- τερματισμός στα λιθουανικά - baigti, nutraukimas, nutraukimo, nutraukimą, nutraukti, nutraukus
Τυχαίες λέξεις
Τερετίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: čiulbėti, Skwir, Strzegotać, Tyrlikać, Skwierk
Μεταφράσεις: čiulbėti, Skwir, Strzegotać, Tyrlikać, Skwierk