Τερετίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: τερετίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балачка, теревені, щебетання, трясти, балаканина, щебетаніе, щебет
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τερετίζω
τερετίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τερετίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τεράστιος στα ουκρανικά - рабство, безмірний, величезний, чудовий, дива, неосяжний, маса, ...
- τερατώδης στα ουκρανικά - гротескний, жахливий, дивовижний, страхітливий, потворний
- τερμίτης στα ουκρανικά - терміт, Термит
- τερματισμός στα ουκρανικά - кінчати, здати, фініш, передача, передавати, завершити, закінчувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Τερετίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: балачка, теревені, щебетання, трясти, балаканина, щебетаніе, щебет
Μεταφράσεις: балачка, теревені, щебетання, трясти, балаканина, щебетаніе, щебет