Εξουσιάζω στα κροατικά

Μετάφραση: εξουσιάζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kontrole, kontrolirati, upravljati, odbiti, nadglasati, gospodariti, zaobići, nadvladati
Εξουσιάζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιάζω

εξουσιάζω λεξικό γλώσσας κροατικά, εξουσιάζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • εξορκίζω στα κροατικά - zaklinjati, preklinjati, istjerati, otjerati
  • εξουσία στα κροατικά - moć, energije, pokreće, ovlasti, jakost, ovlast, snaga, ...
  • εξουσιοδοτούμαι στα κροατικά - odjenuti, uložiti, ja, am, sam, me, jesam
  • εξουσιοδοτώ στα κροατικά - osnažiti, ovlastiti, opunomoćiti, oprema, odobriti, autorizirati, odobrava, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιάζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: kontrole, kontrolirati, upravljati, odbiti, nadglasati, gospodariti, zaobići, nadvladati