Πεισματικά στα λετονικά
Μετάφραση: πεισματικά, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stūrgalvīgi, spītīgi, ietiepīgi, ārkārtīgi, ir ārkārtīgi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεισματικά
πεισματικά λεξικό γλώσσας λετονικά, πεισματικά στα λετονικά
Μεταφράσεις
- πειρατής στα λετονικά - pirāts, pirātu, Pirate, Pirāta
- πεισματάρης στα λετονικά - ietiepīgs, spītīgs, spītīgi, stūrgalvīgs, stūrgalvīgais
- πεισμωμένος στα λετονικά - ietiepīgs, peismomenos
- πειστήριο στα λετονικά - pierādījums, eksponāts, eksponēt, izstāde, izstādi, Ekspozīcijas
Τυχαίες λέξεις
Πεισματικά στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: stūrgalvīgi, spītīgi, ietiepīgi, ārkārtīgi, ir ārkārtīgi
Μεταφράσεις: stūrgalvīgi, spītīgi, ietiepīgi, ārkārtīgi, ir ārkārtīgi