Πεισματικά στα σουηδικά

Μετάφραση: πεισματικά, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
envist, hårdnackat, envetet, stubbornly, besvär
Πεισματικά στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματικά

πεισματικά λεξικό γλώσσας σουηδικά, πεισματικά στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • πειρατής στα σουηδικά - pirat, piratkopiera, piratkopierar, pirate
  • πεισματάρης στα σουηδικά - envis, envisa, envist, hårdnackade
  • πεισμωμένος στα σουηδικά - peismomenos
  • πειστήριο στα σουηδικά - bevis, korrektur, utställning, uppvisar, utställnings, utställningssal, utställningen
Τυχαίες λέξεις
Πεισματικά στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: envist, hårdnackat, envetet, stubbornly, besvär