Πεισματικά στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: πεισματικά, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тврдоглаво, упорно, тврдоглаво се, упорно го, упорно ја
Πεισματικά στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματικά

πεισματικά λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πεισματικά στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • πειρατής στα σλαβομακεδονικά - пиратски, Pirate, пират, пиратите, пиратскиот
  • πεισματάρης στα σλαβομακεδονικά - тврдоглав, тврдоглави, тврдоглава, тврдоглаво, своеглав
  • πεισμωμένος στα σλαβομακεδονικά - peismomenos
  • πειστήριο στα σλαβομακεδονικά - изложбата, изложба, експонат, покажуваат, изложба на
Τυχαίες λέξεις
Πεισματικά στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тврдоглаво, упорно, тврдоглаво се, упорно го, упорно ја