Πεισματικά στα πολωνικά

Μετάφραση: πεισματικά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uporczywie, uparcie, uporem, z uporem
Πεισματικά στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματικά

πεισματικά λεξικό γλώσσας πολωνικά, πεισματικά στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • πειρατής στα πολωνικά - rozbójnik, korsarz, plagiator, plagiatorstwo, pirat, pirate, pirata, ...
  • πεισματάρης στα πολωνικά - zajadły, uporczywy, oporny, zaciekły, uparty, uparta, uparci, ...
  • πεισμωμένος στα πολωνικά - uparty, uporczywy, zaciekły, peismomenos
  • πειστήριο στα πολωνικά - udowodnienie, mocny, odporny, promil, dowód, wykazanie, korekta, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεισματικά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: uporczywie, uparcie, uporem, z uporem