Πεισματικά στα ρωσικά

Μετάφραση: πεισματικά, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упорно, упрямо, настойчиво, упорно не
Πεισματικά στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεισματικά

πεισματικά λεξικό γλώσσας ρωσικά, πεισματικά στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • πειρατής στα ρωσικά - пират, разбойник, грабитель, пиратский, Pirate, пиратом, пирата
  • πεισματάρης στα ρωσικά - неуступчивый, ярый, упрямый, упорный, несговорчивый, рьяный, настойчивый, ...
  • πεισμωμένος στα ρωσικά - рьяный, трудноизлечимый, упорный, ярый, несговорчивый, неуступчивый, упрямый, ...
  • πειστήριο στα ρωσικά - улика, показатель, доказательство, совместить, недоступный, стойкий, гранка, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεισματικά στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: упорно, упрямо, настойчиво, упорно не