Βούλα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: βούλα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарох, бык, гузiк, кропка, пункт
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βούλα
βούλα πατουλίδου, βούλα πατουλίδου χρυσή αυγή, βούλα παπαχρήστου, βούλα παπαϊωάννου, βούλα σαββίδη, βούλα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βούλα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- βουρτσίζω στα λευκορωσικά - щчотка, шчотка
- βουτώ στα λευκορωσικά - апускаць, пагружаць, апускай, апускацца
- βούληση στα λευκορωσικά - хацець, воля, волі
- βούρτσα στα λευκορωσικά - щчотка, шчотка
Τυχαίες λέξεις
Βούλα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: гарох, бык, гузiк, кропка, пункт
Μεταφράσεις: гарох, бык, гузiк, кропка, пункт