Ενιαίος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ενιαίος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзіны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενιαίος
ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης, ενιαίος φόρος ακινήτων 2014, ενιαίος αριθμός μητρώου οαεε, ενιαίος πίνακας προσδιορισμού ποσοστού αναπηρίας, ενιαίος φορέας εξωστρέφειας, ενιαίος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενιαίος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ενθουσιώδης στα λευκορωσικά - захоплены, узнёслы, захоплена, захапляешся
- ενθύμιο στα λευκορωσικά - сувенір
- ενικός στα λευκορωσικά - асаблівы, адмысловы, асаблівую, асобы, спецыяльны
- ενισχυτής στα λευκορωσικά - ўзмацняльнік, узмацняльнік, Гідраўзмацняльнік
Τυχαίες λέξεις
Ενιαίος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адзіны
Μεταφράσεις: адзіны