Ενιαίος στα ουγγρικά
Μετάφραση: ενιαίος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
változatlan, egyesült, egységes, Amerikai Egyesült, united, egyesített
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενιαίος
ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης, ενιαίος φόρος ακινήτων 2014, ενιαίος αριθμός μητρώου οαεε, ενιαίος πίνακας προσδιορισμού ποσοστού αναπηρίας, ενιαίος φορέας εξωστρέφειας, ενιαίος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενιαίος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ενθουσιώδης στα ουγγρικά - gazdag, vendégoldal, szekéroldal, kicsattanó, kocsioldal, lelkes, lelkesek, ...
- ενθύμιο στα ουγγρικά - ajándéktárgy, mementó, emléktárgy, megemlékezés, emlékeztető, Memento, mementója
- ενικός στα ουγγρικά - egyes, egyes szám, szinguláris, egyedülálló, egyedi, egyes számban
- ενισχυτής στα ουγγρικά - erősítő, erősítőt, erősítővel, erősítőhöz
Τυχαίες λέξεις
Ενιαίος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: változatlan, egyesült, egységes, Amerikai Egyesült, united, egyesített
Μεταφράσεις: változatlan, egyesült, egységes, Amerikai Egyesült, united, egyesített