Εφευρετικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εφευρετικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вынаходлівы, хітры
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρετικός
εφευρετικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εφευρετικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εφευρέτης στα λευκορωσικά - вынаходнік, вынаходца
- εφευρίσκω στα λευκορωσικά - ладзіць, распачынаць, пачынаць, распальваць, намышляць
- εφευρετικότητα στα λευκορωσικά - вынаходлівасць
- εφεύρεση στα λευκορωσικά - вынаходніцтва, вынаходства, вынаходка, вынаходку
Τυχαίες λέξεις
Εφευρετικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вынаходлівы, хітры
Μεταφράσεις: вынаходлівы, хітры