Εφευρετικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: εφευρετικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винаходи, винахідливий, вигадливий, винахідлива
Εφευρετικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφευρετικός

εφευρετικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εφευρετικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εφευρέτης στα ουκρανικά - ініціатива, ініціативний, винахідливо, винахідник
  • εφευρίσκω στα ουκρανικά - затівати, ухитрятися, придумувати, спокушення, замишляти, починати, розпочинати
  • εφευρετικότητα στα ουκρανικά - винахідливість
  • εφεύρεση στα ουκρανικά - винайдення, винахід, відкриття
Τυχαίες λέξεις
Εφευρετικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: винаходи, винахідливий, вигадливий, винахідлива