Εφευρετικός στα πολωνικά
Μετάφραση: εφευρετικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomysłowy, wynalazczy, według wynalazku, pomysłowe, wynalazkiem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρετικός
εφευρετικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, εφευρετικός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εφευρέτης στα πολωνικά - inicjator, wynalazca, wynalazcą, twórcą, wynalazcy, twórca
- εφευρίσκω στα πολωνικά - zmyślać, wymyślić, wynajdować, wykombinować, ukartować, doprowadzić, wymyślać, ...
- εφευρετικότητα στα πολωνικά - zaradność, pomysłowość, wynalazczość, przedsiębiorczość, przebiegłość, inwencja, wynalazczości, ...
- εφεύρεση στα πολωνικά - wynalazek, wymysł, wymyślenie, inwencja, wynalezienie, wynalazku
Τυχαίες λέξεις
Εφευρετικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: pomysłowy, wynalazczy, według wynalazku, pomysłowe, wynalazkiem
Μεταφράσεις: pomysłowy, wynalazczy, według wynalazku, pomysłowe, wynalazkiem