Ορμόνη στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ορμόνη, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гармон, гормон, гармону
Ορμόνη στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορμόνη

ορμόνη οξυτοκίνη, ορμόνη γκρελίνη, ορμόνη ριζοβολίας, ορμόνη ετυμολογία, ορμόνη εγκυμοσύνης, ορμόνη λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ορμόνη στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ορμή στα λευκορωσικά - імпульс
  • ορμητικός στα λευκορωσικά - імклівы
  • ορνιθοσκαλίσματα στα λευκορωσικά - крамзолі, каракулі, Каракулов
  • οροθεσία στα λευκορωσικά - дэмаркацыя
Τυχαίες λέξεις
Ορμόνη στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: гармон, гормон, гармону