Ορμόνη στα ουκρανικά
Μετάφραση: ορμόνη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гормон
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμόνη
ορμόνη οξυτοκίνη, ορμόνη γκρελίνη, ορμόνη ριζοβολίας, ορμόνη ετυμολογία, ορμόνη εγκυμοσύνης, ορμόνη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ορμόνη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ορμή στα ουκρανικά - заперечувати, линути, спішний, очеретяний, діяти, заперечити, нащадок, ...
- ορμητικός στα ουκρανικά - глухої, глухій, глухий, непрохідний, глухою, стрімкий, стрімке, ...
- ορνιθοσκαλίσματα στα ουκρανικά - мазанина, карлючки, каракулі, кривульки, закарлючки
- οροθεσία στα ουκρανικά - розмежування, демаркаційний, розмежовування, демаркація, демаркацію
Τυχαίες λέξεις
Ορμόνη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гормон
Μεταφράσεις: гормон