Ορμόνη στα ολλανδικά
Μετάφραση: ορμόνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hormoon, hormonen, hormonale, hormoon dat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμόνη
ορμόνη οξυτοκίνη, ορμόνη γκρελίνη, ορμόνη ριζοβολίας, ορμόνη ετυμολογία, ορμόνη εγκυμοσύνης, ορμόνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ορμόνη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ορμή στα ολλανδικά - toevloed, speling, gril, bui, aandrang, voortmaken, nuk, ...
- ορμητικός στα ολλανδικά - onstuimig, onstuimige, onbezonnen, impetuous, overhaast
- ορνιθοσκαλίσματα στα ολλανδικά - kattebelletje, krabbelen, scribble, gekrabbel van, Het gekrabbel
- οροθεσία στα ολλανδικά - grens, afbakening, demarcatie, begrenzing, de afbakening
Τυχαίες λέξεις
Ορμόνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hormoon, hormonen, hormonale, hormoon dat
Μεταφράσεις: hormoon, hormonen, hormonale, hormoon dat