Ορμόνη στα δανικά
Μετάφραση: ορμόνη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hormon, hormonet, hormoner
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορμόνη
ορμόνη οξυτοκίνη, ορμόνη γκρελίνη, ορμόνη ριζοβολίας, ορμόνη ετυμολογία, ορμόνη εγκυμοσύνης, ορμόνη λεξικό γλώσσας δανικά, ορμόνη στα δανικά
Μεταφράσεις
- ορμή στα δανικά - tilstrømning, momentum, fremdrift, dynamik, fart, fremdriften
- ορμητικός στα δανικά - fremfusende, heftige, heftig, impulsive, uigennemtænkt
- ορνιθοσκαλίσματα στα δανικά - skrible, Scribble, Frihånd, kradse, kradseri
- οροθεσία στα δανικά - afgrænsning, afgrænsningen, begrænsningen, afgraensningen, afgraensning
Τυχαίες λέξεις
Ορμόνη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hormon, hormonet, hormoner
Μεταφράσεις: hormon, hormonet, hormoner