Φοβισμένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: φοβισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
баюся, боюсь
Φοβισμένος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φοβισμένος

φοβισμένος μεταφραση, φοβισμένος συνώνυμα, φοβισμένος σκύλος, φοβισμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, φοβισμένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • φοβίζω στα λευκορωσικά - спалох, страх, пярэпалах
  • φοβερός στα λευκορωσικά - выдатна, здорово, здорава, цудоўна, добра
  • φοιτήτρια στα λευκορωσικά - студэнт
  • φοιτητής στα λευκορωσικά - студэнт
Τυχαίες λέξεις
Φοβισμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: баюся, боюсь