Φοβισμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: φοβισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наляканий, боязкий, жахливий, зляканий, страшний, боюся, боюсь
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φοβισμένος
φοβισμένος μεταφραση, φοβισμένος συνώνυμα, φοβισμένος σκύλος, φοβισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φοβισμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- φοβίζω στα ουκρανικά - лякати, лякайте, полохати, страшити, злякати, переляк, страх, ...
- φοβερός στα ουκρανικά - грізний, жахіття, страхітливий, жах, вигартування, глибокий, гарт, ...
- φοιτήτρια στα ουκρανικά - студент, студентка, стипендіат, вивчаючий, учень
- φοιτητής στα ουκρανικά - стипендіат, учень, вивчаючий, студентка, студент
Τυχαίες λέξεις
Φοβισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наляканий, боязкий, жахливий, зляканий, страшний, боюся, боюсь
Μεταφράσεις: наляканий, боязкий, жахливий, зляканий, страшний, боюся, боюсь