Φοβισμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: φοβισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schrikaanjagend, vreselijk, laf, bang, vreesachtig, bevreesd, bang dat, bang voor, bang zijn
Φοβισμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φοβισμένος

φοβισμένος μεταφραση, φοβισμένος συνώνυμα, φοβισμένος σκύλος, φοβισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φοβισμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φοβίζω στα ολλανδικά - schrik, affright, doen schrikken, ontsteltenis, ontstellen
  • φοβερός στα ολλανδικά - vreselijk, afschuwelijk, gruwelijk, ondoorgrondelijk, ijselijk, afgrijselijk, onpeilbaar, ...
  • φοιτήτρια στα ολλανδικά - leerling, wetenschapper, student, geleerde, studenten
  • φοιτητής στα ολλανδικά - geleerde, student, leerling, wetenschapper, studenten
Τυχαίες λέξεις
Φοβισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schrikaanjagend, vreselijk, laf, bang, vreesachtig, bevreesd, bang dat, bang voor, bang zijn