Φρικιό στα λευκορωσικά
Μετάφραση: φρικιό, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вырадак, урод, вырадкі, пачвара
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φρικιό
μαμά φρικιό, μονόφθαλμο φρικιό, το φρικιό, φρικιό λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, φρικιό στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- φρεσκάρω στα λευκορωσικά - абнаўленне
- φρικιαστικός στα λευκορωσικά - жахлівы, жудасны, вусцішны, раптам жудасны, страшны
- φρικτός στα λευκορωσικά - жудасны, жахлівы, ужасный, страшэнны, страшны
- φριχτός στα λευκορωσικά - жудасны, жахлівы, ужасный, страшэнны, страшны
Τυχαίες λέξεις
Φρικιό στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вырадак, урод, вырадкі, пачвара
Μεταφράσεις: вырадак, урод, вырадкі, пачвара