Φρικιό στα ουκρανικά

Μετάφραση: φρικιό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
примха, урод, виродок, потвора
Φρικιό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρικιό

μαμά φρικιό, μονόφθαλμο φρικιό, το φρικιό, φρικιό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φρικιό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • φρεσκάρω στα ουκρανικά - свіжіти, освіження, освіжати, оновлення, поновлення, відновлення
  • φρικιαστικός στα ουκρανικά - вигартування, гарт, охолодження, загартування, страхітливий, жахливий, жахаючий, ...
  • φρικτός στα ουκρανικά - жахливий, страшний, жахлива, найжахливіший
  • φριχτός στα ουκρανικά - жахливий, похмурий, страшний, жахлива, найжахливіший
Τυχαίες λέξεις
Φρικιό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: примха, урод, виродок, потвора