Φρικιό στα ολλανδικά

Μετάφραση: φρικιό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gril, Freak, buitenissig, Buitenissige, weerbeeld
Φρικιό στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρικιό

μαμά φρικιό, μονόφθαλμο φρικιό, το φρικιό, φρικιό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φρικιό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φρεσκάρω στα ολλανδικά - toenemen, opfrissen, verversen, aanwakkeren, verfrissen, Vernieuwen, refresh
  • φρικιαστικός στα ολλανδικά - gruwelijk, vreselijk, gruwelijke, afschuwelijke, verschrikkelijke
  • φρικτός στα ολλανδικά - afschuwelijk, ijselijk, afgrijselijk, verschrikkelijk, vreselijk, gruwelijk, afschuwelijke
  • φριχτός στα ολλανδικά - afgrijselijk, afschuwelijk, verschrikkelijk, vreselijk, gruwelijk, afschuwelijke
Τυχαίες λέξεις
Φρικιό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gril, Freak, buitenissig, Buitenissige, weerbeeld