Αποικία στα λιθουανικά
Μετάφραση: αποικία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyvenvietė, kolonija, kolonijas, kolonijų, kolonijos, kolonijas sudarančių vienetų
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποικία
αποικία χρέους, αποικία βακτηρίων, αποικία ορεινών μανιταριών, αποικία καβάφη, αποικία στον άρη, αποικία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποικία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αποθησαυρίζω στα λιθουανικά - Asamo, Assam, Asamas, Asame
- αποθνήσκω στα λιθουανικά - nužudyti, kauliukas, mirti, miršta, die, mirs, mirties
- αποικιακός στα λιθουανικά - kolonijinis, kolonijinio, kolonijinė, kolonijinio ir, kolonijiniu
- αποικώ στα λιθουανικά - emigruoti, kolonija, kolonijas, kolonijų, kolonijos, kolonijas sudarančių vienetų
Τυχαίες λέξεις
Αποικία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gyvenvietė, kolonija, kolonijas, kolonijų, kolonijos, kolonijas sudarančių vienetų
Μεταφράσεις: gyvenvietė, kolonija, kolonijas, kolonijų, kolonijos, kolonijas sudarančių vienetų