Αποικία στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποικία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колонія, оселення, поселення, родина, сім'я
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποικία
αποικία χρέους, αποικία βακτηρίων, αποικία ορεινών μανιταριών, αποικία καβάφη, αποικία στον άρη, αποικία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποικία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποθησαυρίζω στα ουκρανικά - зберіть, накопичити, Ассам, асам
- αποθνήσκω στα ουκρανικά - упиратися, померти, вмирати, штемпель, гинути, вмерти, умерти
- αποικιακός στα ουκρανικά - колоніальний, колоніальне
- αποικώ στα ουκρανικά - переїжджати, переїхати, емігрувати, емігруйте, колонія
Τυχαίες λέξεις
Αποικία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: колонія, оселення, поселення, родина, сім'я
Μεταφράσεις: колонія, оселення, поселення, родина, сім'я