Εμπλέκω στα λιθουανικά

Μετάφραση: εμπλέκω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikėti, įpainioti, susipainioti, apipinti, apkraiglioti
Εμπλέκω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλέκω

εμπλέκω εμπλέκομαι, εμπλέκω συνώνυμα, εμπλέκω συνωνυμο, εμπλέκω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμπλέκω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εμπιστοσύνη στα λιθουανικά - įsitikinimas, pasitikėjimas, pasitikėjimą, pasitikėjimo, confidence, pasitik
  • εμπλέκομαι στα λιθουανικά - reikėti, suvelti, urzgimas, niurnėti, mauroti, raizgalai
  • εμπλουτίζω στα λιθουανικά - praturtinti, praturtina, praturtins, sodrinti, praturtintų
  • εμπνέω στα λιθουανικά - įlieti, įkvėpti, infuzuojamas, sužadinti, įteigti
Τυχαίες λέξεις
Εμπλέκω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: reikėti, įpainioti, susipainioti, apipinti, apkraiglioti