Εμπλέκω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εμπλέκω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
реманент, згортання, інвентар, обплутувати, обвивати
Εμπλέκω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλέκω

εμπλέκω εμπλέκομαι, εμπλέκω συνώνυμα, εμπλέκω συνωνυμο, εμπλέκω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμπλέκω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εμπιστοσύνη στα ουκρανικά - упевненість, довіра, певність, вірити, доручення, самовпевненість, траст, ...
  • εμπλέκομαι στα ουκρανικά - згортання, гарчання, ричання, рикання, ричаніе
  • εμπλουτίζω στα ουκρανικά - удобрювати, збагатіть, прикрашувати, збагачувати, збагачуватиме
  • εμπνέω στα ουκρανικά - респіратор, натхненник, інжектор, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλέκω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: реманент, згортання, інвентар, обплутувати, обвивати