Εμπλέκω στα τούρκικα

Μετάφραση: εμπλέκω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istemek, tuzağa düşürmek, ağa düşürmek, dişlerinin birbirine
Εμπλέκω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπλέκω

εμπλέκω εμπλέκομαι, εμπλέκω συνώνυμα, εμπλέκω συνωνυμο, εμπλέκω λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμπλέκω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εμπιστοσύνη στα τούρκικα - itimat, güven, confidence, güveni, güven düzeyi, güvenin
  • εμπλέκομαι στα τούρκικα - istemek, söylenmek, keşmekeş, homurdanmak, hırlamak, arapsaçına çevirmek
  • εμπλουτίζω στα τούρκικα - zenginleştirmek, günlerinizi daha da güzelleştirmek, güzelleştirmek, ettirecek, zenginleştirilmesi
  • εμπνέω στα τούρκικα - demlemek, aşılamak, demlenmeye, demlemeye, infuse
Τυχαίες λέξεις
Εμπλέκω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: istemek, tuzağa düşürmek, ağa düşürmek, dişlerinin birbirine