Εμπλέκω στα σλοβενικά
Μετάφραση: εμπλέκω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naznačit, zaplést, omrežijo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπλέκω
εμπλέκω εμπλέκομαι, εμπλέκω συνώνυμα, εμπλέκω συνωνυμο, εμπλέκω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εμπλέκω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- εμπιστοσύνη στα σλοβενικά - zaupati, zaupanje, zaupanja, samozavest, zaupanja v
- εμπλέκομαι στα σλοβενικά - Režati
- εμπλουτίζω στα σλοβενικά - obogatit, bogatijo, obogatiti, obogatijo, obogatili, obogatilo
- εμπνέω στα σλοβενικά - vzbudit, spogledujejo, se spogledujejo, smete, napolni, Sipati
Τυχαίες λέξεις
Εμπλέκω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: naznačit, zaplést, omrežijo
Μεταφράσεις: naznačit, zaplést, omrežijo